ἰδιώτης — private person masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
ἰδιῶτα — ἰδιώτης private person masc voc sg ἰδιώτης private person masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτέων — ἰδιώτης private person masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτῶν — ἰδιώτης private person masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώταις — ἰδιώτης private person masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτην — ἰδιώτης private person masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτου — ἰδιώτης private person masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτῃ — ἰδιώτης private person masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτῃσι — ἰδιώτης private person masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)